σπόδισον

σπόδισον
σποδίζω
roast
aor imperat act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σποδίζω — Α [σποδός] 1. ψήνω κάτι μέσα στη ζεστή στάχτη («μύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῡσι πρὸς τὸ πῡρ», Πλάτ.) 2. καίω, μεταβάλλω σε στάχτη («ἤ με κεραυνῷ σπόδισον ταχέως», Αριστοφ.) 3. καψαλίζω, τσουρουφλίζω («σποδίσαντες δὲ τὰς τρίχας», Διόδ.) 4. έχω τεφρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”